ὀργανιστής

ὀργανιστής
ὀργᾰν-ιστής, οῦ, ,
A waterworks-engineer, PLond.3.1177.72,80 (pl., ii A.D.).
2 musician, instrumentalist, Olymp.in Alc.p.202 C.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • οργανιστής — και οργανίστας, ο (ΑΜ ὀργανιστής) νεοελλ. μουσικός που παίζει εκκλησιαστικό όργανο, αλλ. οργανοκρούστης μσν. αρχ. αυτός που παίζει μουσικό όργανο, οργανοπαίκτης αρχ. μηχανικός υδραυλικού συστήματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀργανίζω*. Ο τ. οργανίστας είναι… …   Dictionary of Greek

  • ὀργανιστά — ὀργανιστά̱ , ὀργανιστής waterworks engineer masc nom/voc/acc dual ὀργανιστής waterworks engineer masc voc sg ὀργανιστής waterworks engineer masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οργανίζω — (Α ὀργανίζω) οργανώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Η μαρτυρία τού ρήματος ὀργανίζω (< ὄργανον) είναι αμφίβολη (πρβλ. δι οργανίζω, κατ οργανίζω). Από το ρ. αυτό έχουν παραχθεί τα: οργανιστής, οργανιστός, οργανισμός] …   Dictionary of Greek

  • οργανίστας — ο βλ. οργανιστής …   Dictionary of Greek

  • οργανοκρούστης — ο μουσικός που παίζει εκκλησιαστικό όργανο, ο οργανιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < όργανο + κρούστης (< κρούω)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”